μητρογραμμικός

μητρογραμμικός
-ή, -ό
φρ. α) «μητρογραμμική καταγωγή»
(κοινων.-ανθρωπολ.) τύπος αναγνώρισης τής καταγωγής και κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο μόνο η μητρική γενεαλογική γραμμή υπολογίζεται στη μεταβίβαση τού ονόματος, τών προνομίων και στη συμμετοχή σε γένος ή σε τάξη
β) «μητρογραμμικό σύστημα συγγένειας» — βλ. μονογραμμικός (μονογραμμικό σύστημα συγγένειας).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”